ἁμαξέων

ἁμαξέων
ἁμαξεύς
wagoner
masc gen pl
ἁμαξέω̆ν , ἁμαξεύς
wagoner
masc gen pl
ἄμαξα
frame-work
fem gen pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”